- νομίζουσι
- νομίζωuse customarilypres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)νομίζωuse customarilypres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομίζουσ' — νομίζουσα , νομίζω use customarily pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) νομίζουσι , νομίζω use customarily pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νομίζουσι , νομίζω use customarily pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATHYR — mensis anni Aegyptiaci, Iunio Romanorum respondens, quô dicunt Osiridem ἀφανιςθῆναι periisse. Itaque Sacerdotes hôc mense Βοῦν διάχρυσον ἱματίῳ μέλανι βυςςίνῳ περιβάλλοντες ἐπὶ πένθει τῆς θεοῦ δεικνύουσι, Βοὔν γὰρ Ο᾿σίριδος εἰκόνα νομίζουσι.… … Hofmann J. Lexicon universale
CARTEIA — vulgo Algezira, oppid. Hispan. ad fretum Gaditanum versus orientem, aliô nomine Taressus, ut multi volunt. Strabo, Ε῎νιοι δὲ Ταρτηςςὸν την` νῦν Καρτηῖαν προσαγορἐυουσι Mela, l. 2. c. 6. Carteia, ut quidam putani, aliquando Tartessos. Plin. l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
κερώνυξ — κερῶνυξ, ώνυχος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. ως επίθ. τού Πανός) 1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου 2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῡ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῡντος … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
νηποινεί — και νηποινί (Α) επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. αθε εί, κληρωτ ί)] … Dictionary of Greek
νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek